λατόμος — λᾱτόμος , λατόμος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατόμος — ο ο εργάτης του λατομείου, ο νταμαρτζής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λατόμοις — λάτομος quarry man masc dat pl λᾱτόμοις , λατόμος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατόμου — λάτομος quarry man masc gen sg λᾱτόμου , λατόμος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατόμους — λάτομος quarry man masc acc pl λᾱτόμους , λατόμος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατόμων — λάτομος quarry man masc gen pl λᾱτόμων , λατόμος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λατομείο — Υπαίθριος χώρος εξόρυξης οικοδομικών υλικών (μαρμάρου, πωρόλιθου κ.ά.) και δευτερευόντως άνθρακα, χημικών ουσιών και μεταλλευμάτων. Η εργασία στο λ. περιλαμβάνει την εξόρυξη και τη μεταφορά των χρήσιμων ορυκτών καθώς και των υπερκείμενων στείρων… … Dictionary of Greek
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek
λαοτόμος — λαοτόμος, ον (Α) 1. (για εργαλείο) αυτό που κόβει πέτρες 2. λατόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας, γεν. λᾶος + τόμος (< τέμνω), πρβλ. λαιμη τόμος, λιθο τόμος] … Dictionary of Greek
λατομία — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Οικισμός (υψόμ. 10 μ., 33 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βιάννου του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βιάννου, στο διοικητικό διαμέρισμα Πεύκου. 2. Οικισμός (υψόμ. 10 μ., 4 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βιάννου του… … Dictionary of Greek